καπό

καπό
capot

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Regardez d'autres dictionnaires:

  • καπό — το το κάλυμμα τού κινητήρα αυτοκινήτου …   Dictionary of Greek

  • κἀπό — ἀπό , ἀπό ápa indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ντα κάπο — άκλ. 1. μουσικός όρος ο οποίος δηλώνει ότι η εκτέλεση ενός τμήματος μιας μουσικής σύνθεσης πρέπει να επαναληφθεί από την αρχή 2. (ως επίρρ.) εκ νέου, πάλι, από την αρχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. da capo «από την αρχή»] …   Dictionary of Greek

  • έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… …   Dictionary of Greek

  • αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… …   Dictionary of Greek

  • πίων — ῑov και ανώμαλος τ. θηλ. πίειρα Α 1. (κυρίως στον Όμ. και ιδίως για ζώα) παχύς, ευτραφής («ἔθηκ ὄϊος καὶ πίονος αἰγός», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ. και ιδίως για άνδρες) σαρκώδης, λιπώδης («καὶ για γαστρώδεις καὶ παχύκνημοι καὶ πίονές εἰσιν ἀσελγῶς»,… …   Dictionary of Greek

  • Γουινέα-Μπισάου — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουινέα Μπισάου Παλαιότερη ονομασία: Πορτογαλλική Γουινέα Έκταση: 36.120 τ.χλμ Πληθυσμός: 1.345.479 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπισάου (288.295 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Σενεγάλη …   Dictionary of Greek

  • Ζεφύριον — Ονομασία ακρωτηρίων κατά την αρχαιότητα. 1. Ακρωτήριο της Λοκρίδας (Επιζεφύριοι Λοκροί) στην Κάτω Ιταλία, το σημερινό Κάπο Μπρουτσάνο. 2. Ακρωτήριο στα βόρεια παράλια της Κρήτης και στο ανατολικό τμήμα της. Σήμερα ονομάζεται Άγιος Ιωάννης ή… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Καποδίστριας — I Επώνυμο κερκυραϊκής οικογένειας που καταγόταν από τη δαλματική πόλη Κάπο ντ’ Ίστρια, από την οποία πήρε και το επίθετό της. Το 1471 εγγράφηκε στη Χρυσή Βίβλο της Κέρκυρας και το 1641 ο δούκας του Πεδεμοντίου Κάρλο Εμανουέλε απένειμε στον αρχηγό …   Dictionary of Greek

  • Καποδίστριας, Ιωάννης — (Κέρκυρα 1776 – Ναύπλιο 1831). O πρώτος κυβερνήτης του νεοελληνικού κράτους (1828−31). H οικογένειά του, που καταγόταν από τη δαλματική πόλη Κάπο ντ’ Ίστρια και τα μέλη της είχαν πάρει τον τίτλο του κόμη (τον οποίο αναγνώρισαν αργότερα και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”